Μετάβαση στο περιεχόμενο

extensively

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός extensively
συγκριτικός more extensively
υπερθετικός most extensively

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
extensively < extensive + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

extensively (en)

  • εκτεταμένα, εκτενώς, με τρόπο που περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών
    παράδειγμα  The issue was discussed extensively at the meeting yesterday afternoon.
    Το θέμα συζητήθηκε χθες το μεσημέρι εκτεταμένα σε συνάντηση.
    παράδειγμα  During the introduction of the new director, the president referred extensively to his scientific work.
    Kατά την παρουσίαση του νέου διευθυντή ο πρόεδρος αναφέρθηκε εκτενώς στο επιστημονικό του έργο.
     συνώνυμα:  at length