at length
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]at length (en)
- (ιδιωματισμός) εκτεταμένα, για πολύ καιρό και με λεπτομέρεια
- ⮡ Many writers have dealt with this topic at length.
- Πολλοί συγγραφείς έχουν ασχοληθεί εκτεταμένα με αυτό το θέμα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη extensively
- ⮡ Many writers have dealt with this topic at length.