Μετάβαση στο περιεχόμενο

length

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
length lengths

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

length (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το μήκος
    παράδειγμα  a room ten feet in length and eight in width - δωμάτιο μήκους δέκα ποδιών και πλάτους οκτώ
    παράδειγμα  The length of the sideline must range from 100 to 110 meters.
    Το μήκος της πλάγιας γραμμής πρέπει να κυμαίνεται από 100 μέχρι 110 μέτρα.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η διάρκεια, το χρονικό διάστημα που διαρκεί κάτι
    παράδειγμα  the length of time - η διάρκεια χρόνου
    παράδειγμα  the length of a lease - η διάρκεια μιας μίσθωσης

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]