lengthy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | lengthy |
συγκριτικός | lengthier |
υπερθετικός | lengthiest |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]lengthy (en)
- μακροχρόνιος, χρονοβόρος, μακρός σε χρόνο
- ↪ After lengthy legal battles, he recovered his assets.
- Ύστερα από μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες ανέκτησε την περιουσία του.
- ↪ lengthy tasks - χρονοβόρες εργασίες
- ↪ After lengthy legal battles, he recovered his assets.