Μετάβαση στο περιεχόμενο

lengthy

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός lengthy
συγκριτικός lengthier
υπερθετικός lengthiest

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lengthy < length + -y

Επίθετο

[επεξεργασία]

lengthy (en)

  • μακροχρόνιος, χρονοβόρος, μακρός σε χρόνο
      After lengthy legal battles, he recovered his assets.
    Ύστερα από μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες ανέκτησε την περιουσία του.
      lengthy tasks - χρονοβόρες εργασίες