τείνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
τείνω < αρχαία ελληνική τείνω < πρωτοελληνική teňňō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ten-ye- of *ten- (τείνω)
Ρήμα[επεξεργασία]
τείνω (παθητική φωνή: τείνομαι)
- απλώνω, τεντώνω
- του έτεινε το χέρι σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης
- έχω την τάση· για φαινόμενα που βαθμιαία εξελίσσονται προς μία ορισμένη κατεύθυνση
- αυτή η συνήθεια τείνει να γίνει μόδα
- κλίνω προς κάτι, όπως μία άποψη
- Τι λες για τις δικαιολογίες του Νίκου; - Τείνω να τον πιστέψω
- (μαθηματικά) έχω ως όριο, προσεγγίζω προς μια ορισμένη τιμή χωρίς να την φτάνω
- όταν το x τείνει προς το 0, τότε το 1/|x| τείνει προς το συν άπειρο
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- αντιπροτείνω
- αντιτείνω
- αποτείνομαι
- διατείνομαι
- εκτείνω
- εντείνω
- επεκτείνω
- επιτείνω
- κατατείνω
- παρατείνω
- προεκτείνω
- προτείνω
- υποτείνουσα