απλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Γυναίκα απλώνει ρούχα.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απλώνω < μεσαιωνική ελληνική απλώνω < αρχαία ελληνική ἁπλόω / ἁπλῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

απλώνω, πρτ.: άπλωνα, στ.μέλλ.: θα απλώσω, αόρ.: άπλωσα, παθ.φωνή: απλώνομαι, μτχ.π.π.: απλωμένος

  1. αναπτύσσω κάτι που πριν ήταν μαζεμένο ή διπλωμένο
  2. αφήνω κάτι στον ήλιο και τον αέρα, προκειμένου να στεγνώσει
  3. εξαπλώνω, επεκτείνω
  4. καταλαμβάνω μεγάλη έκταση
  5. τείνω το χέρι να πάρω
    Άπλωσε να πάρει το πιστόλι του.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παροιμίες[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]