spread
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
spread | spreads |
spread (en)
- η εξάπλωση
- η διαφορά επιτοκίων δανεισμού μεταξύ δύο χωρών
- η κρέμα, ένα μαλακό φαγητό που βάλω στο ψωμί
- ⮡ hazelnut spread - κρέμα φουντουκιού
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | spread |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spreads |
αόριστος | spread |
παθητική μετοχή | spread |
ενεργητική μετοχή | spreading |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
spread (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) απλώνω, διαδίδω, εξαπλώνω, επηρεάζει, είναι γνωστό ή χρησιμοποιείται από όλο και περισσότερους ανθρώπους
- ⮡ Ugly rumors spread fast.
- Οι άσχημες φήμες απλώνονται γρήγορα.
- ⮡ The news spread through the village.
- Τα νέα διαδόθηκαν στο χωριό.
- ⮡ Fake news spreads instantly across social media.
- Οι ψευδείς ειδήσεις εξαπλώνονται αμέσως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
- ⮡ Ugly rumors spread fast.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) απλώνω, διαδίδω, καλύπτω όλο και μεγαλύτερη έκταση
- ⮡ The stain spread.
- Ο λεκές άπλωσε.
- ⮡ Thick fog spread.
- Απλώθηκε πυκνή ομίχλη.
- ⮡ The city spread a lot in the last few years.
- Η πόλη απλώθηκε πολύ τα τελευταία χρόνια.
- ⮡ The fire/disease spread quickly.
- Η φωτιά/αρρώστια διαδόθηκε γρήγορα.
- ⮡ The stain spread.
- (μεταβατικό) διασκορπίζω, σκορπίζω, κάνω κάποιον ή κάτι να βρίσκεται σε διάφορα μέρη
- ⮡ They spread papers all over the room.
- Διασκόρπισαν χαρτιά στο δωμάτιο.
- ⮡ Don’t spread your clothes on the floor.
- Μη σκορπάς τα ρούχα σου στο πάτωμα.
- ⮡ They spread papers all over the room.
- (αμετάβατο) απλώνω, καλύπτω μεγάλη περιοχή
- ⮡ The Roman Empire spread throughout the entire Mediterranean.
- Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία απλωνόταν σ΄ όλη τη Μεσόγειο.
- ⮡ The Roman Empire spread throughout the entire Mediterranean.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) απλώνω, αλείφω, στρώνω, βάζω ένα στρώμα ουσίας στην επιφάνεια κάτι· αυτή η ουσία μπορεί να τοποθετηθεί σε μια επιφάνεια
- (μεταβατικό) απλώνω, ξεδιπλώνω, ανοίγω κάτι που έχει διπλωθεί ώστε να καλύπτει μεγαλύτερη επιφάνεια από πριν
- ⮡ He spread the map (out) on the table and started to study it.
- Άπλωσε το χάρτη στο τραπέζι και άρχισε να τον μελετάει.
- ⮡ The bird spread its wings.
- Το πουλί άπλωσε τα φτερά του.
- ⮡ He had spread a towel across his knees.
- Είχε απλωμένη μια πετσέτα στα γόνατά του.
- ⮡ He spread the map (out) on the table and started to study it.
- (μεταβατικό) απλώνω, τακτοποιώ αντικείμενα για να καλύπτουν μεγάλη περιοχή και να φαίνονται εύκολα
- ⮡ They had spread the merchandise on the sidewalk.
- Είχαν απλώσει το εμπόρευμα στο πεζοδρόμιο.
- ⮡ They had spread the merchandise on the sidewalk.
- (μεταβατικό) εξαπλώνω
- (αμετάβατο) εξαπλώνομαι
Πηγές
[επεξεργασία]- spread (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- spread (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 828. ISBN 9780194325684., λήμμα: στρώνω