spread
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
spread | spreads |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
spread (en)
- η εξάπλωση
- η διαφορά επιτοκίων δανεισμού μεταξύ δύο χωρών
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | spread |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | spreads |
αόριστος | spread |
παθητική μετοχή | spread |
ενεργητική μετοχή | spreading |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
spread (en)
- (μεταβατικό) απλώνω, διασκορπίζω
- (μεταβατικό) αλείφω (πχ βούτυρο στο ψωμί)
- (μεταβατικό) εξαπλώνω
- (αμετάβατο) εξαπλώνομαι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
μεταφορικά:
απλώνω κάτι αρχικώς κεντρικό:
λογοτεχνικό: