spread

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
spread spreads

spread (en)

  1. η εξάπλωση
  2. η διαφορά επιτοκίων δανεισμού μεταξύ δύο χωρών
  3. η κρέμα, ένα μαλακό φαγητό που βάλω στο ψωμί
    ⮡  hazelnut spread - κρέμα φουντουκιού
ενεστώτας spread
γ΄ ενικό ενεστώτα spreads
αόριστος spread
παθητική μετοχή spread
ενεργητική μετοχή spreading
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

spread (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) απλώνω, διαδίδω, εξαπλώνω, επηρεάζει, είναι γνωστό ή χρησιμοποιείται από όλο και περισσότερους ανθρώπους
    ⮡  Ugly rumors spread fast.
    Οι άσχημες φήμες απλώνονται γρήγορα.
    ⮡  The news spread through the village.
    Τα νέα διαδόθηκαν στο χωριό.
    ⮡  Fake news spreads instantly across social media.
    Οι ψευδείς ειδήσεις εξαπλώνονται αμέσως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) απλώνω, διαδίδω, καλύπτω όλο και μεγαλύτερη έκταση
    ⮡  The stain spread.
    Ο λεκές άπλωσε.
    ⮡  Thick fog spread.
    Απλώθηκε πυκνή ομίχλη.
    ⮡  The city spread a lot in the last few years.
    Η πόλη απλώθηκε πολύ τα τελευταία χρόνια.
    ⮡  The fire/disease spread quickly.
    Η φωτιά/αρρώστια διαδόθηκε γρήγορα.
  3. (μεταβατικό) διασκορπίζω, σκορπίζω, κάνω κάποιον ή κάτι να βρίσκεται σε διάφορα μέρη
    ⮡  They spread papers all over the room.
    Διασκόρπισαν χαρτιά στο δωμάτιο.
    ⮡  Don’t spread your clothes on the floor.
    Μη σκορπάς τα ρούχα σου στο πάτωμα.
  4. (αμετάβατο) απλώνω, καλύπτω μεγάλη περιοχή
    ⮡  The Roman Empire spread throughout the entire Mediterranean.
    Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία απλωνόταν σ΄ όλη τη Μεσόγειο.
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) απλώνω, αλείφω, στρώνω, βάζω ένα στρώμα ουσίας στην επιφάνεια κάτι· αυτή η ουσία μπορεί να τοποθετηθεί σε μια επιφάνεια
    ⮡  She spread butter and jam on the bread.
    Άπλωσε βούτυρο και μαρμελάδα στο ψωμί.
    ⮡  He spread cream over/on his face.
    Άλειψε με κρέμα το πρόσωπο του.
    ⮡  I spread a slice of bread with butter.
    Στρώνω μια φέτα με βούτυρο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cover
  6. (μεταβατικό) απλώνω, ξεδιπλώνω, ανοίγω κάτι που έχει διπλωθεί ώστε να καλύπτει μεγαλύτερη επιφάνεια από πριν
    ⮡  He spread the map (out) on the table and started to study it.
    Άπλωσε το χάρτη στο τραπέζι και άρχισε να τον μελετάει.
    ⮡  The bird spread its wings.
    Το πουλί άπλωσε τα φτερά του.
    ⮡  He had spread a towel across his knees.
    Είχε απλωμένη μια πετσέτα στα γόνατά του.
  7. (μεταβατικό) απλώνω, τακτοποιώ αντικείμενα για να καλύπτουν μεγάλη περιοχή και να φαίνονται εύκολα
    ⮡  They had spread the merchandise on the sidewalk.
    Είχαν απλώσει το εμπόρευμα στο πεζοδρόμιο.
  8. (μεταβατικό) εξαπλώνω
  9. (αμετάβατο) εξαπλώνομαι