ζητιανεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /zi.tʝa.ˈnɛ.vɔ/
Ρήμα[επεξεργασία]
ζητιανεύω
- είμαι ζητιάνος· γυρίζω στους δρόμους ή στέκομαι σε μια γωνιά και ζητώ από τους περαστικούς να με λυπηθούν και να μου δώσουν χρήματα ή άλλη οικονομική βοήθεια
- ζητώ κάτι από τους άλλους με τρόπο ταπεινωτικό για μένα