απλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απλός < αρχαία ελληνική ἁπλοῦς
Επίθετο[επεξεργασία]
απλός, -ή, -ό
- που δεν είναι πολύπλοκος
- μια απλή κατασκευή
- θα σου το πω με απλά λόγια
- λιτός ως προς τον τρόπο ζωής, τη διακόσμηση, τα εκφραστικά μέσα
- (για χαρακτήρες) ανεπιτήδευτος, ειλικρινής, ευθύς
- συνηθισμένος, καθημερινός
- εμείς οι απλοί άνθρωποι
- εμφανίστηκε με απλά ρούχα
- αμόρφωτος, απλοϊκός
- πολλές φορές ακούς μεγάλες αλήθειες από το στόμα των απλών ανθρώπων
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- σύνθετος, πολύπλοκος, περίπλοκος
- παραφορτωμένος
- επιτηδευμένος
- διάσημος, προβεβλημένος