πολύπλοκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύπλοκος η πολύπλοκη το πολύπλοκο
      γενική του πολύπλοκου της πολύπλοκης του πολύπλοκου
    αιτιατική τον πολύπλοκο την πολύπλοκη το πολύπλοκο
     κλητική πολύπλοκε πολύπλοκη πολύπλοκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύπλοκοι οι πολύπλοκες τα πολύπλοκα
      γενική των πολύπλοκων των πολύπλοκων των πολύπλοκων
    αιτιατική τους πολύπλοκους τις πολύπλοκες τα πολύπλοκα
     κλητική πολύπλοκοι πολύπλοκες πολύπλοκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολύπλοκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολύπλοκος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /poˈli.plo.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λύ‐πλο‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

πολύπλοκος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

με το -πλοκος

→ και δείτε τις λέξεις πολύς, πλοκή και πλέκω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πολύπλοκος τὸ πολύπλοκον
      γενική τοῦ/τῆς πολυπλόκου τοῦ πολυπλόκου
      δοτική τῷ/τῇ πολυπλόκ τῷ πολυπλόκ
    αιτιατική τὸν/τὴν πολύπλοκον τὸ πολύπλοκον
     κλητική ! πολύπλοκε πολύπλοκον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πολύπλοκοι τὰ πολύπλοκ
      γενική τῶν πολυπλόκων τῶν πολυπλόκων
      δοτική τοῖς/ταῖς πολυπλόκοις τοῖς πολυπλόκοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πολυπλόκους τὰ πολύπλοκ
     κλητική ! πολύπλοκοι πολύπλοκ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολυπλόκω τὼ πολυπλόκω
      γεν-δοτ τοῖν πολυπλόκοιν τοῖν πολυπλόκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολύπλοκος, από τον 6ο αιώνα στον Θέογνι [1] < πολύ- + -πλοκος

Επίθετο[επεξεργασία]

πολύπλοκος, -ος, -ον

  1. που έχει πολλές περιελίξεις ή πλέξεις, συνεστραμμένος
  2. (μεταφορικά) πολύπλοκος, περίπλοκος πολύ μπερδεμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]