complicated
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | complicated |
συγκριτικός | more complicated |
υπερθετικός | most complicated |
complicated (en)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
complicated (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του complicate