Μετάβαση στο περιεχόμενο

complicated

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός complicated
συγκριτικός more complicated
υπερθετικός most complicated

complicated (en)

  • πολύπλοκος, περίπλοκος, μπλεγμένος
      the complicated mechanism of a clock - ο πολύπλοκος μηχανισμός ενός ρολογιού
      Why is Greek so complicated?
    Γιατί είναι τα ελληνικά τόσο περίπλοκα;
      a complicated story - μια μπλεγμένη ιστορία
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη complex

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

complicated (en)