σύνθετος
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύνθετος < αρχαία ελληνική σύνθετος < σύν + τίθημι
Επίθετο[επεξεργασία]
σύνθετος -η -ο
- που αποτελείται από περισσότερα από ένα μέρη
- (κατ’ επέκταση) ο πολύπλοκος ή ο δυσεπίλυτος
- η παρούσα κρίση αποτελεί ένα σύνθετο πρόβλημα που απαιτεί λεπτούς χειρισμούς σε πολλά επίπεδα
- (γραμματική) για λέξη που αποτελείται από δύο ή περισσότερα συνθετικά