πολυσύνθετος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυσύνθετος < ελληνιστική κοινή πολυσύνθετος[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική πολύς + σύνθετος < συντίθημι < σύν + τίθημι
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυσύνθετος
- που συντίθεται από πολλά στοιχεία ή μέρη
- που έχει πολλές ικανότητες, ταλέντα, χαρίσματα κ.λπ.
- (γραμματική) που αποτελείται από περισσότερα των δύο συνθετικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυσύνθετος
- ↑ πολυσύνθετος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- ↑ πολυσύνθετος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ πολυσύνθετος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.