σύνθεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύνθεση οι συνθέσεις
      γενική της σύνθεσης* των συνθέσεων
    αιτιατική τη σύνθεση τις συνθέσεις
     κλητική σύνθεση συνθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σύνθεση < αρχαία ελληνική σύνθεσις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σύνθεση θηλυκό

  1. ο σχηματισμός συνθετότερων από τον συνδυασμό των απλούστερων
  2. (γλωσσολογία) ο σχηματισμός μιας νέας λέξης από την ένωση των θεμάτων δύο άλλων λέξεων
    → δείτε τη λέξη  πρόθημα, επίθημα, συνθετικό
  3. (φιλοσοφία) ο συνδυασμός θέσης και αντίθεσης
  4. (χημεία) ο σχηματισμός συνθετότερων μορίων μέσα από μια χημική αντίδραση
  5. ο συνδυασμός πληροφοριών από διάφορες πηγές και η ερμηνεία τους ως σύνολο
  6. (μουσική) μουσικό έργο
  7. (παρωχημένο) η μαθητική έκθεση
  8. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η χρήση αντικειμένων που περιέχουν άλλα αντικείμενα ως μέλη δεδομένων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]