compound
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
compound (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
compound (en)
- χημική ένωση
- στρατόπεδο
- κτιριακό σύμπλεγμα-συγκρότημα
- (γλωσσολογία) το σύνθετο, η σύνθετη λέξη ή ένας πολυλεκτικός όρος
- → δείτε τους όρους closed compound, hyphenated compound και open compound