πολυλεκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πολυλεκτικός -ή -ό
- που αποτελείται από πολλές λέξεις
- πολυλεκτικός όρος
- που σχετίζεται με ή αφορά την πολυλεξία
- που σχετίζεται με ή αφορά την πολυλογία-φλυαρία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολυλεκτικός αρσενικό
- (νεολογισμός) αυτός που πάσχει από πολυλεξία, λεξιλογικά ακρατής
- πολυλογάς, φλύαρος
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυλεκτικός
πολυλεκτικός όρος