πολυλογάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυλογάς αρσενικό (θηλυκό πολυλογού, ουδέτερο πολυλογούδικο
- αυτός που αρέσκεται να μιλάει άσκοπα για πολλά και διάφορα θέματα