open compound
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
open compound | open compounds |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
παραδείγματα: |
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
open compound (en)
- (γραμματική) ο πολυλεκτικός όρος, ένας όρος που αποτελείται από τουλάχιστον δύο λέξεις με διάστημα μεταξύ τους