prime minister
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
prime minister | prime ministers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]prime minister (en)
- (πολιτική) ο πρωθυπουργός
- ⮡ It’s common knowledge that the prime minister will introduce a new law in parliament.
- Είναι κοινή γνώση πως ο πρωθυπουργός θα φέρει νέο νόμο στο κοινοβούλιο.
- ⮡ It’s common knowledge that the prime minister will introduce a new law in parliament.