Μετάβαση στο περιεχόμενο

prime minister

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
prime minister prime ministers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
prime minister <  δείτε τις λέξεις prime και minister

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

prime minister (en)

  • (πολιτική) ο πρωθυπουργός
      It’s common knowledge that the prime minister will introduce a new law in parliament.
    Είναι κοινή γνώση πως ο πρωθυπουργός θα φέρει νέο νόμο στο κοινοβούλιο.