Μετάβαση στο περιεχόμενο

minister

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
minister ministers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

minister (en)

  1. (πολιτική) ο/η υπουργός
      The minister assured the strikers that their demands would be satisfied.
    Ο υπουργός διαβεβαίωσε τους απεργούς ότι τα αιτήματά τους θα ικανοποιηθούν.
  2. (χριστιανισμός) ο πάστορας, ο ιερέας, ο λειτουργός, ο ιερέας προτεσταντικής εκκλησίας