φλυαρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φλυαρία | οι | φλυαρίες |
γενική | της | φλυαρίας | των | φλυαριών |
αιτιατική | τη | φλυαρία | τις | φλυαρίες |
κλητική | φλυαρία | φλυαρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φλυαρία < αρχαία ελληνική φλυαρία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fli.aˈɾi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φλυαρία θηλυκό
- το να λέει κανείς πολλά και συνήθως περιττά ή ανούσια πράγματα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φλυαρία
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φλυαρίᾱ | αἱ | φλυαρίαι |
γενική | τῆς | φλυαρίᾱς | τῶν | φλυαριῶν |
δοτική | τῇ | φλυαρίᾳ | ταῖς | φλυαρίαις |
αιτιατική | τὴν | φλυαρίᾱν | τὰς | φλυαρίᾱς |
κλητική ὦ! | φλυαρίᾱ | φλυαρίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φλυαρίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φλυαρίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
φλυαρία <φλυαρέω < φλύαρος < φλύω < φλέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φλυαρία θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)