αθυρογλωσσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αθυρογλωσσία θηλυκό
- η αθυροστομία
- Αβάσταχτη αθυρογλωσσία (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αθυρογλωσσία
|