Μετάβαση στο περιεχόμενο

λίμα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Λίμα, λιμά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λίμα οι λίμες
      γενική της λίμας των λιμών
    αιτιατική τη λίμα τις λίμες
     κλητική λίμα λίμες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
(στρογγυλή) λίμα

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
λίμα < (άμεσο δάνειο) ιταλική lima < λατινική lima < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lei-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈli.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λίμα
ομόηχα: Λίμα, λήμμα, λύμα
τονικό παρώνυμο: λιμά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λίμα θηλυκό

  1. εργαλείο με μικρές οδοντωτές προεξοχές, που χρησιμεύει στη λείανση μεταλλικών ή ξύλινων επιφανειών και αντικειμένων, ή να λειαίνουμε τα νύχια των χεριών και των ποδιών (στο μανικιούρ/πεντικιούρ)
  2. (μεταφορικά, προφορικό) φλυαρία
      Έφυγα από το σπήτι μου με την πρόθεση να επισκεφθώ μιαν έκθεσιν ζωγραφικής κάποιου καλού μας καλλιτέχνη, όταν... ο φίλος που συναντούμε στο δρόμο για να μας αλλάξη το πρόγραμμα όταν δεν μας αλλάζη τον αδόξαστο με τη λίμα του με παρέσυρε σ' ένα φιλικό τσάϊ.
    Σύλβιος, Έκθεσις... ζωγραφικής [Διήγημα], Περιοδικό Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τεύχος 5, 28 Μαρτίου 1926
  3. (συνεκδοχικά) φλύαρος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
λίμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λίμα < λιμ(άζω) + (αναδρομικός σχηματισμός)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λίμα θηλυκό

  1. (προφορικό) πείνα
  2. (προφορικό) λαιμαργία

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]