λιμά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | λιμά | ||
γενική | των | λιμών | ||
αιτιατική | τα | λιμά | ||
κλητική | λιμά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιμά < λιμ(ός) + -ά • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /liˈma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λί‐μα
- τονικό παρώνυμο: λίμα, Λίμα, λήμμα, λύμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιμά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (σε χαρτοπαίγνιο) τα τραπουλόχαρτα με μικρούς αριθμούς (λ.χ. κάτω του 7 ή 8), που έχουν μικρή αξία - ισχύ στα περισσότερα παιχνίδια με χαρτιά
- (για χρήματα) τα ψιλά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Ο ενικός αριθμός σε φράσεις όπως «λιμό χαρτί» είναι ασυνήθιστος.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιμά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χαρτοπαίγνια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)