λιμασμένος
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λιμασμέν
ος
η
λιμασμέν
η
το
λιμασμέν
ο
γενική
του
λιμασμέν
ου
της
λιμασμέν
ης
του
λιμασμέν
ου
αιτιατική
τον
λιμασμέν
ο
τη
λιμασμέν
η
το
λιμασμέν
ο
κλητική
λιμασμέν
ε
λιμασμέν
η
λιμασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λιμασμέν
οι
οι
λιμασμέν
ες
τα
λιμασμέν
α
γενική
των
λιμασμέν
ων
των
λιμασμέν
ων
των
λιμασμέν
ων
αιτιατική
τους
λιμασμέν
ους
τις
λιμασμέν
ες
τα
λιμασμέν
α
κλητική
λιμασμέν
οι
λιμασμέν
ες
λιμασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
λιμασμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
λιμάζω
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
λιμασμένος, -η, -ο
(
προφορικό
)
πολύ
πεινασμένος
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
→
δείτε
τις λέξεις
λιμάζω
και
λιμός
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
λιμασμένος
αγγλικά
:
ravenous
(en)
,
starving
(en)
γαλλικά
:
affamé
(fr)
Κατηγορίες
:
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες