μανικιούρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μανικιούρ < (άμεσο δάνειο) αγγλική manicure κατά τον τονισμό των λέξεων που προέρχονται από τα γαλλικά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μανικιούρ ουδέτερο άκλιτο
- η φροντίδα των νυχιών και των δαχτύλων των χεριών
- Κοίτα τα νύχια των χεριών μου! Χρειάζομαι επειγόντως μανικιούρ!