ἁπλοῦς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνηρημένη μορφή του ἁπλόος
Επίθετο[επεξεργασία]
ἁπλοῦς αρσενικό, ἁπλῆ θηλυκό, ἁπλοῦν ουδέτερο
- μονός, μόνο ένας
- απλός, ειλικρινής, σαφής
- ανόητος
- καθαρός, όχι αναμειγμένος με κάτι άλλο