Μετάβαση στο περιεχόμενο

tend

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
ενεστώτας tend
γ΄ ενικό ενεστώτα tends
αόριστος tended
παθητική μετοχή tended
ενεργητική μετοχή tending

tend (en)

  1. (αμετάβατο, με to) τείνω, ρέπω
    παράδειγμα  He tends to forget his promises.
    Τείνει να ξεχνάει τις υποσχέσεις του.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) φροντίζω, κοιτάζω, νοιάζομαι, περιποιούμαι
    παράδειγμα  Who is tending to the baby right now?
    Ποιος φροντίζει τώρα το μωρό;
    παράδειγμα  Who will tend the garden while you are away?
    Ποιος θα κοιτάζει τον κήπο όσο λείπεις;
    παράδειγμα  Who will tend to the kids?
    Ποιος θα νοιαστεί τα παιδιά;
    παράδειγμα  I am tending to a customer.
    Περιποιούμαι έναν πελάτη.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη look after