tend

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας tend
γ΄ ενικό ενεστώτα tends
αόριστος tended
παθητική μετοχή tended
ενεργητική μετοχή tending

Ρήμα[επεξεργασία]

tend (en)

  1. φυλάω, περιποιούμαι
  2. τείνω, ρέπω
    He tends to forget his promises.
    Τείνει να ξεχνάει τις υποσχέσεις του.

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 871. ISBN 9780194325684. , λήμμα: τείνω