tend
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | tend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tends |
αόριστος | tended |
παθητική μετοχή | tended |
ενεργητική μετοχή | tending |
Ρήμα[επεξεργασία]
tend (en)
- φυλάω, περιποιούμαι
- τείνω, ρέπω
- ↪ He tends to forget his promises.
- Τείνει να ξεχνάει τις υποσχέσεις του.
- ↪ He tends to forget his promises.
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 871. ISBN 9780194325684., λήμμα: τείνω