επιτείνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιτείνω < αρχαία ελληνική ἐπιτείνω < ἐπί + τείνω
Ρήμα
[επεξεργασία]επιτείνω (παθητική φωνή: επιτείνομαι)
- αυξάνω την τάση, την ένταση ή τη διάρκεια
- κάνω κάτι πιο έντονο
- ενισχύω, ενδυναμώνω
- δίνω έμφαση, τονίζω, προβάλλω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τείνω