Μετάβαση στο περιεχόμενο

ενδυναμώνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενδυναμώνω < ελληνιστική κοινή ἐνδυναμόω / ἐνδυναμῶ < ἐν + δυναμόω / δυναμῶ < αρχαία ελληνική δύναμις

ενδυναμώνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

|}