δυναμώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυναμώνω < ελληνιστική δυναμῶ (δυναμόω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.naˈmo.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

δυναμώνω

  1. αυξάνω τη δύναμη σε κάτι/κάποιον
     συνώνυμα: ενδυναμώνω, ενισχύω, ισχυροποιώ, καρδαμώνω, στυλώνω, τονώνω
     αντώνυμα: αδυνατίζω, αποδυναμώνω, εξασθενίζω
  2. αυξάνω την ένταση του ήχου
     αντώνυμα: χαμηλώνω
  3. βελτιώνω την απόδοση κάποιου
  4. γίνομαι πιο δυνατός, αποκτώ περισσότερη σωματική δύναμη
  5. αποκτώ δυνάμεις μετά από ασθένεια
     συνώνυμα: αναρρώνω
  6. αποκτώ μεγαλύτερη ένταση ή ισχύ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]