αποδυναμώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποδυναμώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]αποδυναμώνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποδυναμώνω | αποδυνάμωνα | θα αποδυναμώνω | να αποδυναμώνω | αποδυναμώνοντας | |
β' ενικ. | αποδυναμώνεις | αποδυνάμωνες | θα αποδυναμώνεις | να αποδυναμώνεις | αποδυνάμωνε | |
γ' ενικ. | αποδυναμώνει | αποδυνάμωνε | θα αποδυναμώνει | να αποδυναμώνει | ||
α' πληθ. | αποδυναμώνουμε | αποδυναμώναμε | θα αποδυναμώνουμε | να αποδυναμώνουμε | ||
β' πληθ. | αποδυναμώνετε | αποδυναμώνατε | θα αποδυναμώνετε | να αποδυναμώνετε | αποδυναμώνετε | |
γ' πληθ. | αποδυναμώνουν(ε) | αποδυνάμωναν αποδυναμώναν(ε) |
θα αποδυναμώνουν(ε) | να αποδυναμώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποδυνάμωσα | θα αποδυναμώσω | να αποδυναμώσω | αποδυναμώσει | ||
β' ενικ. | αποδυνάμωσες | θα αποδυναμώσεις | να αποδυναμώσεις | αποδυνάμωσε | ||
γ' ενικ. | αποδυνάμωσε | θα αποδυναμώσει | να αποδυναμώσει | |||
α' πληθ. | αποδυναμώσαμε | θα αποδυναμώσουμε | να αποδυναμώσουμε | |||
β' πληθ. | αποδυναμώσατε | θα αποδυναμώσετε | να αποδυναμώσετε | αποδυναμώστε | ||
γ' πληθ. | αποδυνάμωσαν αποδυναμώσαν(ε) |
θα αποδυναμώσουν(ε) | να αποδυναμώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποδυναμώσει | είχα αποδυναμώσει | θα έχω αποδυναμώσει | να έχω αποδυναμώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποδυναμώσει | είχες αποδυναμώσει | θα έχεις αποδυναμώσει | να έχεις αποδυναμώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποδυναμώσει | είχε αποδυναμώσει | θα έχει αποδυναμώσει | να έχει αποδυναμώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποδυναμώσει | είχαμε αποδυναμώσει | θα έχουμε αποδυναμώσει | να έχουμε αποδυναμώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποδυναμώσει | είχατε αποδυναμώσει | θα έχετε αποδυναμώσει | να έχετε αποδυναμώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποδυναμώσει | είχαν αποδυναμώσει | θα έχουν αποδυναμώσει | να έχουν αποδυναμώσει |
|