affaiblir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.fɛ.bliʁ/
 

affaiblir (fr) παθητική φωνή: s'affaiblir

Συγγενικά

[επεξεργασία]