εξασθενίζω
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξασθενίζω < αρχαία ελληνική ἐξασθενέω / ἐξασθενῶ < σθένος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ε.ksa.sθε.ˈni.zɔ/
Ρήμα[επεξεργασία]
εξασθενίζω
- κάνω κάτι πιο ασθενές, του μειώνω την ένταση ή την αποτελεσματικότητα
- γίνομαι πιο ασθενής, χάνω την ένταση ή την αποτελεσματικότητα
Εναλλακτικές μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη: εξασθενώ
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | εξασθενίζω | εξασθένιζα | θα εξασθενίζω | να εξασθενίζω | εξασθενίζοντας | |
β' ενικ. | εξασθενίζεις | εξασθένιζες | θα εξασθενίζεις | να εξασθενίζεις | εξασθένιζε | |
γ' ενικ. | εξασθενίζει | εξασθένιζε | θα εξασθενίζει | να εξασθενίζει | ||
α' πληθ. | εξασθενίζουμε | εξασθενίζαμε | θα εξασθενίζουμε | να εξασθενίζουμε | ||
β' πληθ. | εξασθενίζετε | εξασθενίζατε | θα εξασθενίζετε | να εξασθενίζετε | εξασθενίζετε | |
γ' πληθ. | εξασθενίζουν(ε) | εξασθένιζαν εξασθενίζαν(ε) |
θα εξασθενίζουν(ε) | να εξασθενίζουν(ε) | ||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξασθένισα | θα εξασθενίσω | να εξασθενίσω | εξασθενίσει | ||
β' ενικ. | εξασθένισες | θα εξασθενίσεις | να εξασθενίσεις | εξασθένισε | ||
γ' ενικ. | εξασθένισε | θα εξασθενίσει | να εξασθενίσει | |||
α' πληθ. | εξασθενίσαμε | θα εξασθενίσουμε | να εξασθενίσουμε | |||
β' πληθ. | εξασθενίσατε | θα εξασθενίσετε | να εξασθενίσετε | εξασθενίστε | ||
γ' πληθ. | εξασθένισαν εξασθενίσαν(ε) |
θα εξασθενίσουν(ε) | να εξασθενίσουν(ε) | |||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξασθενίσει | είχα εξασθενίσει | θα έχω εξασθενίσει | να έχω εξασθενίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξασθενίσει | είχες εξασθενίσει | θα έχεις εξασθενίσει | να έχεις εξασθενίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξασθενίσει | είχε εξασθενίσει | θα έχει εξασθενίσει | να έχει εξασθενίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξασθενίσει | είχαμε εξασθενίσει | θα έχουμε εξασθενίσει | να έχουμε εξασθενίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξασθενίσει | είχατε εξασθενίσει | θα έχετε εξασθενίσει | να έχετε εξασθενίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξασθενίσει | είχαν εξασθενίσει | θα έχουν εξασθενίσει | να έχουν εξασθενίσει |
|