weaken

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας weaken
γ΄ ενικό ενεστώτα weakens
αόριστος weakened
παθητική μετοχή weakened
ενεργητική μετοχή weakening

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
weaken < weak + -en

weaken (en)

  1. (μεταβατικό) αδυνατίζω, αποδυναμώνω, εξασθενίζω
    The illness weakened his heart.
    Η αρρώστια αδυνάτισε την καρδιά του.
  2. (αμετάβατο) αδυνατίζω
    His resistance weakened.
    Η αντίστασή του αδυνάτισε.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 14. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αδυνατίζω