μειώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μειώνω < αρχ. ρ. μειῶ (-όω) < μείων παθητική φωνή μειώνομαι μππ.μειωμένος
Ρήμα
[επεξεργασία]μειώνω
- κάνω κάτι μικρότερο σε μέγεθος ή σε αριθμό ή σε ένταση κλπ
- Είναι ανάγκη να μειώσουμε τα έξοδά μας.
- (για πρόσωπα) προσβάλλω, φέρομαι υποτιμητικά
- Αυτή η συμπεριφορά του με μειώνει.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μειώνω | μείωνα | θα μειώνω | να μειώνω | μειώνοντας | |
β' ενικ. | μειώνεις | μείωνες | θα μειώνεις | να μειώνεις | μείωνε | |
γ' ενικ. | μειώνει | μείωνε | θα μειώνει | να μειώνει | ||
α' πληθ. | μειώνουμε | μειώναμε | θα μειώνουμε | να μειώνουμε | ||
β' πληθ. | μειώνετε | μειώνατε | θα μειώνετε | να μειώνετε | μειώνετε | |
γ' πληθ. | μειώνουν(ε) | μείωναν μειώναν(ε) |
θα μειώνουν(ε) | να μειώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μείωσα | θα μειώσω | να μειώσω | μειώσει | ||
β' ενικ. | μείωσες | θα μειώσεις | να μειώσεις | μείωσε | ||
γ' ενικ. | μείωσε | θα μειώσει | να μειώσει | |||
α' πληθ. | μειώσαμε | θα μειώσουμε | να μειώσουμε | |||
β' πληθ. | μειώσατε | θα μειώσετε | να μειώσετε | μειώστε | ||
γ' πληθ. | μείωσαν μειώσαν(ε) |
θα μειώσουν(ε) | να μειώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μειώσει | είχα μειώσει | θα έχω μειώσει | να έχω μειώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μειώσει | είχες μειώσει | θα έχεις μειώσει | να έχεις μειώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μειώσει | είχε μειώσει | θα έχει μειώσει | να έχει μειώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μειώσει | είχαμε μειώσει | θα έχουμε μειώσει | να έχουμε μειώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μειώσει | είχατε μειώσει | θα έχετε μειώσει | να έχετε μειώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μειώσει | είχαν μειώσει | θα έχουν μειώσει | να έχουν μειώσει |
|