μειώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μειώνω < αρχ. ρ. μειῶ (-όω) < μείων παθητική φωνή μειώνομαι μππ.μειωμένος

μειώνω

  1. κάνω κάτι μικρότερο σε μέγεθος ή σε αριθμό ή σε ένταση κλπ
    Είναι ανάγκη να μειώσουμε τα έξοδά μας.
  2. (για πρόσωπα) προσβάλλω, φέρομαι υποτιμητικά
    Αυτή η συμπεριφορά του με μειώνει.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]