ελαττώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ελαττώνω
- κάνω κάτι μικρότερο ή λιγότερο
- Μπορώ να ελαττώσω το κάπνισμα, αλλά δεν μπορώ να το σταματήσω τελείως.
- Πρέπει να ελαττώσουμε τις δαπάνες μας και να αυξήσουμε τα έσοδα.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ελαττώνω | ελάττωνα | θα ελαττώνω | να ελαττώνω | ελαττώνοντας | |
β' ενικ. | ελαττώνεις | ελάττωνες | θα ελαττώνεις | να ελαττώνεις | ελάττωνε | |
γ' ενικ. | ελαττώνει | ελάττωνε | θα ελαττώνει | να ελαττώνει | ||
α' πληθ. | ελαττώνουμε | ελαττώναμε | θα ελαττώνουμε | να ελαττώνουμε | ||
β' πληθ. | ελαττώνετε | ελαττώνατε | θα ελαττώνετε | να ελαττώνετε | ελαττώνετε | |
γ' πληθ. | ελαττώνουν(ε) | ελάττωναν ελαττώναν(ε) |
θα ελαττώνουν(ε) | να ελαττώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ελάττωσα | θα ελαττώσω | να ελαττώσω | ελαττώσει | ||
β' ενικ. | ελάττωσες | θα ελαττώσεις | να ελαττώσεις | ελάττωσε | ||
γ' ενικ. | ελάττωσε | θα ελαττώσει | να ελαττώσει | |||
α' πληθ. | ελαττώσαμε | θα ελαττώσουμε | να ελαττώσουμε | |||
β' πληθ. | ελαττώσατε | θα ελαττώσετε | να ελαττώσετε | ελαττώστε | ||
γ' πληθ. | ελάττωσαν ελαττώσαν(ε) |
θα ελαττώσουν(ε) | να ελαττώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ελαττώσει | είχα ελαττώσει | θα έχω ελαττώσει | να έχω ελαττώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ελαττώσει | είχες ελαττώσει | θα έχεις ελαττώσει | να έχεις ελαττώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ελαττώσει | είχε ελαττώσει | θα έχει ελαττώσει | να έχει ελαττώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ελαττώσει | είχαμε ελαττώσει | θα έχουμε ελαττώσει | να έχουμε ελαττώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ελαττώσει | είχατε ελαττώσει | θα έχετε ελαττώσει | να έχετε ελαττώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ελαττώσει | είχαν ελαττώσει | θα έχουν ελαττώσει | να έχουν ελαττώσει |
|