reduce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
reduce (en)
- (μεταβατικό) μειώνω
- (αμετάβατο) χάνω βάρος
- (μεταβατικό) υποβαθμίζω
- (μεταβατικό) ταπεινώνω, κατακτώ, υποτάσσω
- (μεταβατικό) μετατρέπω σε κάτι κατώτερο, καταστρέφω
- (μεταβατικό) (μαγειρική) μειώνω το νερό που περιέχει ένα τρόφιμο βράζοντάς το
- (μεταβατικό) (χημεία) προσθέτω ηλεκτρόνια σε ένα μόριο (αντίδραση αναγωγής)
- (μεταβατικό) παράγω καθαρό μέταλλο από ένα ορυκτό μετάλλευμα
- (μεταβατικό) (μαθηματικά) απλοποιώ ένα κλάσμα ή ξαναγράφω μια μαθηματική σχέση σε απλούστερη μορφή