reduce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

reduce (en)

  1. (μεταβατικό) μειώνω
  2. (αμετάβατο) χάνω βάρος
  3. (μεταβατικό) υποβαθμίζω
  4. (μεταβατικό) ταπεινώνω, κατακτώ, υποτάσσω
  5. (μεταβατικό) μετατρέπω σε κάτι κατώτερο, καταστρέφω
  6. (μεταβατικό) (μαγειρική) μειώνω το νερό που περιέχει ένα τρόφιμο βράζοντάς το
  7. (μεταβατικό) (χημεία) προσθέτω ηλεκτρόνια σε ένα μόριο (αντίδραση αναγωγής)
  8. (μεταβατικό) παράγω καθαρό μέταλλο από ένα ορυκτό μετάλλευμα
  9. (μεταβατικό) (μαθηματικά) απλοποιώ ένα κλάσμα ή ξαναγράφω μια μαθηματική σχέση σε απλούστερη μορφή

Συγγενικά[επεξεργασία]