Μετάβαση στο περιεχόμενο

reduction

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
reduction reductions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

reduction (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μείωση
      He came to a compromise with the tax office and achieved a reduction in the tax.
    Ήρθε σε συμβιβασμό με την εφορία και πέτυχε τη μείωση του φόρου.
     συνώνυμα:  cut, decrement, deduction, drop, fall, lowering και shrinkage
  2. (χημεία) η αναγωγή
  3. (μαθηματικά) η απλοποίηση, η επαναδιατύπωση μιας μαθηματικής έκφρασης με απλούστερη μορφή

Συγγενικά

[επεξεργασία]