reduction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
reduction | reductions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
reduction (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μείωση
- (χημεία) η αναγωγή
- (μαθηματικά) η απλοποίηση, η επαναδιατύπωση μιας μαθηματικής έκφρασης με απλούστερη μορφή