shrinkage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

shrinkage < shrink + -age

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

shrinkage (en) (μη μετρήσιμο)

  • η συρρίκνωση, η διαδικασία να γίνει μικρότερο σε μέγεθος ή το ποσό που κάτι γίνεται μικρότερο
    the shrinkage in our export trade - η συρρίκνωση του εξαγωγικού μας εμπορίου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη reduction

Πηγές[επεξεργασία]