fall
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fall | falls |
fall (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | fall |
γ΄ ενικό ενεστώτα | falls |
αόριστος | fell |
παθητική μετοχή | fallen |
ενεργητική μετοχή | falling |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
fall (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
fall (de)
- προστακτική του fallen