fell
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | fell |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fells |
αόριστος | felled |
παθητική μετοχή | felled |
ενεργητική μετοχή | felling |
fell (en)
- (μεταβατικό) ρίχνω κάτω, κόβω ένα δέντρο
- ⮡ I fell a tree.
- Ρίχνω κάτω ένα δέντρο.
- ⮡ I fell a tree.
- (μεταβατικό, λογοτεχνικό) ρίχνω κάτω, κάνω κάποιον να πέσει στο έδαφος
- ⮡ He felled his opponent with one blow.
- Έριξε κάτω τον αντίπαλό του με ένα χτύπημα.
- ≈ συνώνυμα: knock down
- ⮡ He felled his opponent with one blow.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]fell (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fell | fells |
fell (en)
- (ιδιωματικό) (στα βόρεια της Αγγλίας και νότια της Σκωτίας) βουνό, όρος
Πηγές
[επεξεργασία]- fell (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω