descend
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | descend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | descends |
αόριστος | descended |
παθητική μετοχή | descended |
ενεργητική μετοχή | descending |
Ρήμα
[επεξεργασία]descend (en)
- κατεβαίνω
- κατηφορίζω
- κατάγομαι
- φέρομαι ανήθικα
- (μουσική) κατέρχομαι κλίμακα