get down

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας get down
γ΄ ενικό ενεστώτα gets down
αόριστος got down
παθητική μετοχή gotten down, got down
ενεργητική μετοχή getting down

Ετυμολογία [επεξεργασία]

get down < → δείτε τις λέξεις get και down

Ρήμα[επεξεργασία]

get down (en)

  1. (μεταβατικό) επιδίδομαι σε κάτι με ιδιαίτερο ζήλο, αφοσιώνομαι, στρώνομαι στη δουλειά
    If you don’t get down to work, you won’t see a promotion.
    Aν δε στρωθείς στη δουλειά, δε θα δεις προκοπή.
     συνώνυμα: knuckle down, hunker down, buckle down
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) κατεβαίνω
    I can’t get down the stairs.
    Δεν μπορώ να κατέβω τις σκάλες.
     συνώνυμα: descend