στρώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈstɾo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρώ‐νο‐μαι

στρώνομαι, πρτ.: στρωνόμουν/στρωνόμουνα, στ.μέλλ.: θα στρωθώ, αόρ.: στρώθηκα, μτχ.π.π.: στρωμένος, (ενεργ.: στρώνω)