αφοσιώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφοσιώνομαι < αρχαία ελληνική ἀφοσιόομαι / ἀφοσιοῦμαι (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική se dévouer)
Ρήμα[επεξεργασία]
αφοσιώνομαι (αποθετικό ρήμα)
- αφιερώνομαι ολόψυχα σε κάποιον ή κάτι
[επεξεργασία]
- αφοσιωμένα
- αφοσιωμένος
- αφοσίωση
- → δείτε τη λέξη όσιος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφοσιώνομαι