αφιερώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αφιερώνομαι, π.αόρ.: αφιερώθηκα, μτχ.π.π.: αφιερωμένος
- παθητική φωνή του ρήματος αφιερώνω
αφιερώνομαι, π.αόρ.: αφιερώθηκα, μτχ.π.π.: αφιερωμένος