pitch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- γήπεδο
- κατράμι
- τόνος, τονικότητα
- in high/low pitch: σε υψηλή/χαμηλή τονικότητα
- πρόνευση, προνευστασμός*, (λαϊκότροπο: σκαμπανέβασμα)
- Αντώνυμα: roll, rolling → διατοίχιση, διατοιχισμός, (λαϊκότροπα: μπότζι, σάλος)
- Αντώνυμα: yaw, yawing → (ναυσιπλοΐα) στροφική οριζόντια κίνηση, στροφική οριζόντια ταλάντωση, περιστροφή γύρω από κατακόρυφο άξονα· (αεροναυπηγική) πλαγιολίσθηση πτέρυγας, εκτροπή πτέρυγας, περιστροφή γύρω από κατακόρυφο άξονα, ταλάντευση αριστερά-δεξιά επί της ευθείας/γραμμής πορείας, ταλάντευση αριστερά-δεξιά επί της ευθείας/γραμμής διεύθυνσης
- μονόλογος πλασιέ, διαφημιστική ομιλία και παρουσίαση, ομιλία πωλητή όταν σε "ψήνει" ν' αγοράσεις κάτι
- (μεταφορά από την σημασία «μονόλογος πλασιέ») "ψήσιμο" γκόμενας
- κλυδωνισμός