πρόνευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόνευση οι προνεύσεις
      γενική της πρόνευσης* των προνεύσεων
    αιτιατική την πρόνευση τις προνεύσεις
     κλητική πρόνευση προνεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προνεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρόνευση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πρόνευ(σις) + -ση < αρχαία ελληνική προνεύω (γέρνω προς τα μπρος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpɾo.nef.si/
όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθρου την: ΔΦΑ : /tim‿ˈbɾo.nef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρό‐νευ‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρόνευση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]