περιστροφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιστροφή < αρχαία ελληνική περιστροφή < περί + στροφή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.stɾoˈfi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιστροφή θηλυκό
- η στροφή ενός σώματος γύρω από τον εαυτό του
- η γη ολοκληρώνει μία πλήρη περιστροφή γύρω από τον άξονά της σε 24 ώρες
- η κίνηση ενός σώματος γύρω από ένα άλλο
- η γη ολοκληρώνει μία πλήρη περιστροφή γύρω από τον ήλιο σε ένα έτος
- η περιστροφική αναδιαρρύθμιση και το παγίωμα σε νέα θέση
- περιστροφή κειμένου*
- (στον πληθυντικό) η προσπάθεια να αποφύγεις να μιλήσεις ευθέως για το θέμα υπό συζήτηση
- απάντησέ μου χωρίς περιστροφές
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις περιστρέφω, περί και στρέφω